Στις 14 Δεκεμβρίου γίνεται η ολική έκλειψη Ηλίου. Η επίδρασή της πήρε τη σκυτάλη από την έκλειψη Σελήνης που προηγήθηκε στις 30 Νοεμβρίου και ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για τη διαμόρφωση του ενεργειακού κλίματος σ' αυτό το ενδιάμεσο δεκαπενθήμερο.
Οι εκλείψεις Σελήνης συμβαίνουν πάντα κατά την πανσέληνο και οι εκλείψεις Ηλίου κατά τη Νέα Σελήνη. Για την ακρίβεια είναι οι καλύτερα ευθυγραμμισμένες εκδοχές των δύο αυτών ειδών συζυγίας. Δηλαδή, οι εκλείψεις συμβαίνουν επειδή ο Ήλιος, η Γη και η Σελήνη διατάσσονται με μεγαλύτερη ακρίβεια σε μια ευθεία. Όσο πιο ακριβής είναι αυτή η ευθυγράμμιση, τόσο πιο «πλήρες» εμφανίζεται το φαινόμενο. Η έκλειψη Ηλίου που έρχεται είναι πολύ μεγάλης ακρίβειας, εξ ου και «ολική». Γίνεται στην 24η μοίρα του ζωδίου του Τοξότη και για την Ελλάδα (συντεταγμένες Αθήνας), ο ωροσκόπος της είναι στην 11η μοίρα του Καρκίνου.
Οι περίοδοι των εκλείψεων Ηλίου κέντριζαν από την αρχαιότητα το ενδιαφέρον των ανθρώπων, εξίσου λόγω της φαντασμαγορίας τους, όπως και των ασυνήθιστων ή αναπάντεχων γεγονότων που συνδέονταν με αυτές. Όσον αφορά το οπτικό εφέ, η παρεμβολή της Σελήνης ανάμεσα στη Γη και των Ήλιο, εμποδίζει το φως του τελευταίου να φτάνει όπως συνήθως στη Γη, στις περιοχές βέβαια που η έκλειψη είναι ορατή.
Αυτό από μόνο του, ψυχολογικά, «παίζει» με πολύ βαθιά ριζωμένους φόβους μέσα στον άνθρωπο, καθώς, είτε το αναγνωρίζουμε συνειδητά στην καθημερινή μας ζωή είτε όχι, το ηλιακό φως είναι ο χορηγός και συντηρητής της ζωής επάνω στον πλανήτη μας.
Οι εκλείψεις δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο, γίνονται κάθε χρόνο σε τακτά διαστήματα, ενώ η περιοδικότητά τους είναι γνωστή από την αρχαιότητα. Μπορούν να θεωρηθούν βέβαια «ξεχωριστά» φαινόμενα εξαιτίας του σχετικά μικρού αριθμού τους, καθώς μόνο λίγες από τις πανσελήνους και νέες σελήνες του έτους έχουν την ακρίβεια που θα τις «προάγει» σε εκλείψεις. Ένας δεύτερος λόγος που τις ξεχωρίζει είναι ότι αυτή η προσωρινή μεταβολή της κανονικής, της συνηθισμένης σχέσης του Ηλίου με τη Γη, όντως συμβολίζει ένα ζενίθ στην συνηθισμένη λειτουργία που συμβολίζουν οι πανσέληνοι και οι νέες σελήνες.
Για την Ελλάδα, η επερχόμενη έκλειψη Ηλίου δεν είναι ούτε θετική, ούτε αρνητική επειδή δεν φέρνει τίποτα καινούργιο. Ενεργοποιεί απλώς ισχυρότατα τα γνωστά χαρακτηριστικά και τάσεις που έχουμε, όσοι κατοικούμε σε αυτή τη χώρα. Υπάρχουν οικονομικές ενισχύσεις, είτε από κρατικούς φορείς, τράπεζες, είτε άλλους οργανισμούς οι οποίοι δημιουργούν ένα καλύτερο γενικά κλίμα και μεγαλύτερη αισιοδοξία. Αυτό είναι το θετικό κομμάτι. Το όχι και τόσο θετικό κομμάτι είναι πως παράλληλα ανοίγουν την όρεξη για περισσότερο ή καλύτερα για το «πολύ» σε όλα τα επίπεδα.
Μπαίνουμε συλλογικά σε μια αισιόδοξη και ενθουσιώδη διαδικασία σχεδιασμού, πράγμα απολύτως δικαιολογημένο και αναμενόμενο, δεδομένης και της χρονικής περιόδου στην οποία συμβαίνει αυτή η έκλειψη, λίγο πριν τις γιορτές. Αυτό δεν θα ήταν καθόλου πρόβλημα αν διασταυρωνόταν με πραγματικές δυνατότητες και στηριζόταν σε πραγματικές βάσεις, όμως αυτό δεν ισχύει στην πλειοψηφία των περιπτώσεων. Στηρίζεται κυρίως σε μια επιθυμία για ριζικές και δραστικές αλλαγές, η οποία εκφράζεται εντονότερα με την διάθεση να διαρραγεί κάθε υπάρχον πλαίσιο που ο καθένας θεωρεί ότι τον περιορίζει. Και λογικό και θεμιτό φαίνεται, αν όμως εξεταστούν μία προς μία όλοι οι παράμετροι, όλα τα κομμάτια που δημιουργούν ένα κοινωνικό πλαίσιο, είναι βέβαιο πως όλα, κάποιον, κάπως θα ενοχλούν και κάτι που λειτουργεί τέλεια για τον ένα, θα είναι το χειρότερο για κάποιον άλλο κοκ. Δεν γίνεται να αναιρεθούν όλα.
Το αποτέλεσμα είναι, λοιπόν, ο έντονος ατομισμός που μας χαρακτηρίζει να έχει την τιμητική του, κυρίως στη μη δημιουργική του όψη. Είπαμε, η διάθεση είναι γενικά το «πολύ» στα πάντα. Βέβαια, σε έναν οργανισμό δεν γίνεται να λειτουργούν όλα στο μέγιστο, γιατί οι οργανισμοί δεν λειτουργούν έτσι. Δεν γίνεται κανείς να πάει να τρέξει και να κάνει επιδόσεις, μόλις έχει φάει τρία πιτόγυρα. Ή θα τρέχει ή θα χωνεύει. Ούτε μπορεί κανείς να οδηγήσει ράλι, όντας τύφλα από το αλκοόλ. Αν θέλει κανείς επιδόσεις και γρήγορα, χρειάζεται να προγραμματίζει και να σχεδιάζει καλύτερα εκ των προτέρων, διαφορετικά απλώς βγάζει τον εαυτό του νοκ άουτ.
Ωστόσο, η ένεση αισιοδοξίας που γίνεται έχει ακριβώς αυτό το αποτέλεσμα. Δηλαδή συλλογικά να πιστεύουμε ότι είναι εφικτό να γίνουν όλα, πολύ και γρήγορα, ταυτόχρονα. Προφανώς δεν είναι και η συνειδητοποίηση αυτή που θα ακολουθήσει μετά τα αποτυχημένα πειράματα, θα εκφραστεί και πάλι κατά το συνήθειο μας με νεύρα και θυμούς απέναντι σε όποιον θεωρούμε ότι φταίει, κυρίως στους οικείους μας. Σε προσωπικό επίπεδο, οικογένεια, σπίτι, σπανιότερα ίσως ο εαυτός μας, σε συλλογικό επίπεδο «τίποτα δεν γίνεται σωστά σε αυτή τη χώρα» ως η επωδός των τελευταίων δύο αιώνων, χωρίς ιδιαίτερη διάθεση να συμπεριλάβει καθένας τον εαυτό του και την ομάδα με την οποία ταυτίζεται, ιδεολογικά, πολιτικά, επαγγελματικά, κοινωνικά κοκ, ως ένα από τα πολλά κύτταρα που είναι «αυτή η χώρα» και συμβάλλουν στο ότι «τίποτα δεν γίνεται σωστά».
Σε βαθύτερο επίπεδο τα αίτια αυτής της στάσης παραμένουν τα ίδια: συσσωρευμένα, ανεπίλυτα υπάρχοντα προβλήματα, με τα οποία κανείς δεν θέλει ν' ασχοληθεί πέρα από το να τα επικρίνει στους άλλους και πάντα, πέρα από τον εαυτό του. Στην ατομική ζωή αυτό εκφράζεται ως η πεποίθηση ότι αν γίνει κάποιο «επόμενο βήμα» ή κάτι καινούργιο, δεν χρειάζεται να ασχοληθεί κανείς με τις βαλίτσες που κουβαλάει. Δεν ισχύει.
Σε συλλογικό επίπεδο, εκφράζεται ως η τάση να διαμορφώνουμε στάση και απόψεις βάσει μαγικών λύσεων και μετά να θυμώνουμε που δεν εφαρμόζονται. Κοροϊδεύουμε συλλογικά τις θεωρίες κάποιων (δεν θα τους βάλουμε όλους σε έναν ντορβά) οδηγών ταξί, όμως ο καθένας μας έχει μέσα του έναν οδηγό ταξί, ο οποίος αυτές τις μέρες θα έχει την τιμητική του, τις λύσεις για όλα, χωρίς πλαίσιο, χωρίς εξειδίκευση, χωρίς σφαιρικότητα, χωρίς επαρκή στοιχεία, χωρίς επαφή με την πραγματικότητα όπως είναι και όχι όπως θεωρούμε ότι είναι, αλλά με μπόλικη φωνή.
Είναι ευτύχημα ότι στο ωροσκόπιο αυτής της έκλειψης για την Ελλάδα, στην επικοινωνία, η οποία συμπεριλαμβάνει από τα ΜΜΕ μέχρι τις κουβέντες του καθένα μας, δεν υποστηρίζεται καθόλου, μα καθόλου η μπουρδολογία. Εννοείται πως η τάση θα είναι αυτή, όμως γενικά οτιδήποτε δεν «πατάει» και είναι φούσκα, ψέμα, ψευδαίσθηση, αυτές τις μέρες, απλά, καταρρέει εκ των έσω. Είτε συλλογικά, είτε ατομικά όπου υπάρχει η διάθεση να μην αναλωθούμε στο γεγονός ότι δεν πέτυχε το παραμύθι, αλλά να ασχοληθούμε με αυτό που φαίνεται από πίσω, προκύπτουν σαφείς υποδείξεις για το ποια είναι η ορθή κατεύθυνση για το μέλλον.
Σε ατομικό επίπεδο αυτό σημαίνει πως φαίνεται σαφέστερα ποιος είναι ο καλός μας εαυτός που ωφελεί τις προσωπικές και επαγγελματικές μας σχέσεις. Σε συλλογικό επίπεδο, διαφαίνεται καθαρότερα η στάση που μπορεί να ωφελήσει τις διεθνείς μας σχέσεις με τους άσπονδους φίλους μας και η υπόδειξη είναι προς συγκεκριμένους στόχους βάσει αξίας που μπορούμε εμείς να αποδώσουμε και όχι στο παιχνίδι σε κάθε ταμπλό, βάσει αξίας που θα μπορούσαμε να λάβουμε.
Υπάρχει άλλος ένας εξαιρετικά δραστικός παράγοντας που αφορά ακριβώς αυτούς τους άσπονδους φίλους της χώρας οι οποίοι φαίνεται να επιδίδονται σε ιδιαίτερα έντονη παρασκηνιακή δραστηριότητα σε σχέση με την Ελλάδα και με άξονα το ίδιον κέρδος τους, στηριζόμενοι κυρίως στη δημιουργία προπετασμάτων καπνού ή στην εκμετάλλευση του άφθονου φόβου της περιόδου. Αυτή η επίδραση έχει ενδιαφέρον, επειδή φέρνει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που προσδοκούν όσοι εμπλέκονται σε αυτή την δράση και τελικώς καταλήγει ως ένα μεγάλο «δώρο» για την χώρα τόσο οικονομικά και σε επίπεδο διεθνών διασυνδέσεων, όσο και στο θέμα της επιβεβαίωσης της αξιοπιστίας και της θέσης της.
Κλείνοντας, καλό θα είναι όλοι μας να ξεκινάμε με βάση το ότι ούτε γνωρίζουμε τα πάντα, ούτε είναι δυνατόν να γνωρίζουμε τα πάντα και κατά συνέπεια οι απόψεις μας θα έχουν πάντα συγκεκριμένο εύρος, μεγαλύτερο ή μικρότερο, όμως σε καμία περίπτωση καθολική ισχύ. Η καλύτερη πιθανότητά μας να δούμε μακρύτερα και πιο ολοκληρωμένα είναι να είμαστε ανοιχτοί όχι σε αυτούς που πιστεύουν και προσδοκούν τα ίδια με εμάς, αλλά σε όλους τους υπολοίπους. Στο κάτω κάτω της γραφής, Χριστούγεννα έρχονται κι αν το μήνυμα αυτής της γιορτής δεν είναι «αγαπάτε αλλήλους», δεν ξέρω τι είναι. Πώς θα αγαπηθούμε αν δεν μπορούμε καν να ακούσουμε ο ένας τον άλλο;